τρυποκάρυδο

τρυποκάρυδο
το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους πτηνών αιγίθαλος
2. μτφ. (για πρόσ.) α) άνθρωπος δειλός
β) άτομο επιτήδειο να χώνεται παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπώ + καρύδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρυποκάρυδο — το 1. το πουλί «αιγίθαλος», παπαδίτσα. 2. μτφ., άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαδοτρυπολόγος — κλαδοτρυπολόγος, ον (Μ) αυτός που κρύβεται μέσα στα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + τρυπο λόγος «τρυποκάρυδο»] …   Dictionary of Greek

  • τρυποφράχτης — ο, Ν 1. κοινή ονομασία τού πτηνού τρωγλοδύτης 2. μτφ. τρυποκάρυδο, άτομο επιτήδειο να χώνεται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπώ + φράχτης] …   Dictionary of Greek

  • παρίδες — (Paridae). Οικογένεια πτηνών. Oνομάζονται και αιγιθαλίδες. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής ζουν σε όλο τον κόσμο εκτός από τη Νότια Αμερική. Είναι κυρίως ενδημικά πουλιά και ζουν σε κήπους και σε δάση, όπου τρέφονται από τα καρποφόρα δέντρα. Tον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”